- δρηστοσύνη
- δρηστοσύνηservicefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρηστοσύνη — δρηστοσύνη, η (Α) περιποίηση, εξυπηρέτηση, διακονία … Dictionary of Greek
δρηστοσύνῃ — δρηστοσύνη service fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηστοσύνην — δρηστοσύνη service fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηστοσύνῃσι — δρηστοσύνη service fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρησμοσύνη — δρησμοσύνη, η (Α) 1. η δρηστοσύνη 2. η δραπέτευση … Dictionary of Greek